ἡμετέρω

ἡμετέρω
ἡμέτερος
our
masc/neut nom/voc/acc dual
ἡμέτερος
our
masc/neut gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἡμετέρῳ — ἡμέτερος our masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμετέρωι — ἡμετέρῳ , ἡμέτερος our masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάγραπτος — ἀνάγραπτος, ον (ΑΜ) [ἀναγράφω] ο καταχωρισμένος σε έγγραφο αρχ. 1. γραμμένος σε επίσημο κείμενο, εμπεριεχόμενος σε δημόσια επιγραφή «εὐεργεσία ἐν τῷ ἡμετέρῳ οἴκῳ ἐς αἰεί ἀνάγραπτος» (Θουκ. 1, 129) 2. απαθανατισμένος, ένδοξος 3. σημειωμένος με… …   Dictionary of Greek

  • ημέτερος — έρα, ο (AM ἡμέτερος, έρα, ον, Α δωρ. τ. άμέτερος, έρα, ον, αιολ. τ. άμμέτερος, έρα, ον) (κτητ. αντων.) 1. αυτός που ανήκει σε μάς, αυτός που προέρχεται από μάς, ο δικός μας («ἡμετέρω ἐνὶ οἴκῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (και για έναν κτήτορα αντί τού ενός) ο… …   Dictionary of Greek

  • συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”